λεπτοτύφλωψ — ο ζωολ. γένος φιδιών τής οικογένειας leptotyphlopidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptotyphlops < νεολατ. leptotyphlops < lepto (< λεπτ[ο] *) + typhlops (< τυφλώψ)] … Dictionary of Greek
τυφλίνος — ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες νεοελλ. λόγια ονομασία άποδης σαύρας,… … Dictionary of Greek
τυφλωπίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια οφιδίων στην οποία ανήκουν μικρά φίδια με υποτυπώδεις οφθαλμούς, τα οποία μοιάζουν με στιλπνά σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typhlopidae (< τυφλώψ* + ίδες)] … Dictionary of Greek
ωοζωοτόκα — Ζώα, των οποίων η αναπαραγωγή γίνεται με αβγά που, αντί να τοποθετηθούν κάπου έως την εκκόλαψή τους, παραμένουν στον μητρικό ωαγωγό: κατ’ αυτόν τον τρόπο τα αβγά αποφεύγουν τους κινδύνους τους οποίους αντιμετωπίζουν γενικά μετά τη γέννησή τους.… … Dictionary of Greek
dheu-4, dheu̯ǝ- (dhu̯ē-, extended dhuē̯ -k-, dhuē̯ -̆ s-) — dheu 4, dheu̯ǝ (dhu̯ē , extended dhuē̯ k , dhuē̯ ̆ s ) English meaning: to reel, dissipate, blow, *smoke, dark, gray, deep etc. Deutsche Übersetzung: ‘stieben, wirbeln, especially von Staub, Rauch, Dampf; wehen, blow, Hauch, Atem;… … Proto-Indo-European etymological dictionary
typhlope — Zool. rare 0. (ˈtɪfləʊp) [ad. mod.L. Typhlop , ops, ad. Gr. τυϕλώψ, f. τυϕλός blind + ὤψ eye, face.] A snake of the genus Typhlops or family Typhlopidæ; a blindworm. in Cent. Dict … Useful english dictionary